Τενεδία

Τενεδία
Τενεδίᾱ , Τενέδιος
fem nom/voc/acc dual
Τενεδίᾱ , Τενέδιος
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Τενεδίας — Τενεδίᾱς , Τενέδιος fem acc pl Τενεδίᾱς , Τενέδιος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τενέδιος — Επώνυμο Ελλήνων λογίων. 1. Εμμανουήλ. Έζησε τον 18o αι. και στις αρχές του 19ου. Τον επαινεί ο Νεόφυτος Δούκας για τη μόρφωσή του. Έγραψε Διατριβή εις θουκυδίδην και της κατ’ αυτόν ιστορίας επιτομή (Βιέννη 1799). Πολλοί τον θεωρούν και μεταφραστή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”